αλυσίδα αλυσιδίτσα μου


Τα Ψωμαθειά (i), αχ αυτά τα Ψωμαθειά (ii)! Καιρό είχα να κάνω βόλτα σ' αυτήν τη γοητευτική - την επί της Προποντίδας - γειτονιά. Χτες, ο δρόμος μ' έβγαλε στο τζαμί του Κοτζαμουσταφαπασά, γνωστό αλλιώς και ως τζαμί του Σουμπούλ Εφέντη. Η περιπετειώδης ονοματοθεσία δε σταματά εδώ, αν σας θυμίσω ότι πρόκειται για την πρώην ορθόδοξη εκκλησία του 8ου (μάλλον) αιώνα, με τη μυστηριώδη αφιέρωση στον Άγιο Ανδρέα εν τη Κρίσει, η οποία μετατράπηκε σε ισλαμικό τέμενος το 1489.


Καλό, χρυσό, όμορφο τζαμί, με ήσυχο αίθριο, με νεκροταφείο και δυο θολωτά μαυσωλεία που φιλοξενούν τα κιβούρια του Μουσταφά Πασά, του Ζουμπούλ Εφέντη και μερικών γυναικόπαιδων της Οθωμανικής ελίτ, αποτελεί έναν από τα πιο ιερά ισλαμικά προσκυνήματα της Πόλης.


Ωστόσο, για μένα που μ' αρέσουν τα μεταφυσικά φαινόμενα, το κλου στην υπόθεση είναι το θαυματουργό δέντρο του αυλόγυρου. Ή όχι ακριβώς το δέντρο, αλλά η αλυσίδα που κρέμεται απ' αυτό. Βλέπετε όμως εσείς καμιά αλυσίδα; Όχι, δυο παλούκια μόνο βλέπετε να στηρίζουν το γέρικο κορμό, μην πέσει και πλακώσει κανάν γκαντέμη που προσεύχεται από κάτω. Στα παλιά τα χρόνια όμως, η αλυσίδα υπήρχε. Ο Σουμπούλ Εφέντης σκέφτηκε μια πατέντα για να στηρίξει το αρρωστιάρικο κυπαρίσσι και το έδεσε με μεταλλική αλυσίδα, που το ένα της άκρο κρεμόταν προς τα κάτω, χωρίς όμως να φτάνει στο έδαφος.


Ο σοφός γέροντας διαλαλούσε ότι η αλυσίδα είχε μαγικές ιδιότητες. Άμα καθόταν κάποιος από κάτω της και αμολούσε ένα ψέμα, τότε η αλυσίδα μάκραινε μέχρι χάμω. Για του λόγου το αληθές θα σας πω μια ιστορία: Ήταν λέει ένας Μουσουλμάνος που δάνεισε σ' έναν Εβραίο (σας φαίνεται λιγάκι απίθανο το νταραβέρι ε; Ελάτε τώρα, μη γίνεστε ρατσιστές!) 100 χρυσές λίρες, αλλά ο Εβραίος δεν έλεγε να τις επιστρέψει, ούτε με το καλό ούτε με το κακό. Είδε κι αποείδε ο άμοιρος ο Μωαμεθανός που λέτε και τρέχει ντογρού στον Σουμπούλ Εφέντη και του τα ξεφουρνίζει όλα.. 
 - Φέρτε μου εδώ τον Ααρόν!, διατάζει αμέσως ο Σουμπούλ τους παρατρεχάμενούς του.
 - Με ζητήσατε σοφέ αφέντη, λέει δαγκωμένος ο Εβραίος, καθώς κοντεύει την ομήγυρη που είχε ήδη συγκεντρωθεί, αργά αργά μ' ένα μπαστουνάκι ανά χείρας.
 - Τι μαθαίνω τέκνο μου, είναι αλήθεια ότι τσέπωσες καλά καλά τα λεφτά, και τώρα πας να την κάνεις με ελαφρά πηδηματάκια; 
 - Τι λες Άγιε μου άνθρωπε, εγώ του επέστρεψα τις λίρες!
 - Πρόσεχε, γιατί θα σε βάλω κάτω απ' το δέντρο να καταθέσεις κι η αλυσίδα θα ξεσκεπάσει το ψέμα σου!
 - Να με βάλεις όπου θέλεις καλέ μου γέροντα. Δεν έχω να κρύψω τίποτα. Αααα, μόνο θέλω κάτι από σένα φίλε Μουσουλμάνε, κράτα λιγάκι το μπαστούνι μου, λέει και μπαίνει κάτω από την αλυσίδα. Ο Σουμπούλ τον ρωτά κοφτά:
- Εβραίε, έδωσες πίσω τα φλουριά στον άνθρωπο που σου τα δάνεισε;
 - Αμέ, φυσικά και του τα γύρισα!
Την αγωνία στο ακροατήριο μπορούσες να την κόψεις με το μαχαίρι! Περίμενε την ετυμηγορία της αλυσίδας με κομμένη την ανάσα, μάκρυνε; Εσείς τι λέτε; Αμ δε! Όσο την είδατε εσείς να μακραίνει, τόσο την είδαν και οι παρευρισκόμενοι. Ούτε έναν πόντο σας λέω!
 - Ααααααααα, κάνουν όλοι οι αργόσχολοι μαζί κι ο ίδιος ο δανειστής επίσης. Οι πρώτοι, με μια μικρή ντροπή που παρεξήγησαν τον Εβραίο, ο δε Μουσουλμάνος με ακόμα μεγαλύτερη απογοήτευση που θα έχανε για πάντα τα λεφτά του.
 - Μια στιγμηηηηή! φωνάζει ο Σουμπούλ, κόβοντας την χολή ολονών. Για δώσμου αυτό το μαραφέτι, και αρπάζοντας το μπαστούνι του Εβραίου απ' τα χέρια του Μουσουλμάνου, του δίνει μια καρατιά και το σπάει στα δυο. Φρρρρρρρρρρρουυυυπππππ, ακούγεται ένα δυνατό κροτάλισμα και γεμίζει ο τόπος με χρυσά φλουριά! Ο πονηρός Εβραίος είχε κρύψει τα χρωστούμενα στο μπαστούνι και δίνοντάς το στον δανειστή να το κρατά την ώρα της εξέτασης, ξεγέλασε ακόμα και τη μαγική αλυσίδα!


Κι έτσι περνούσαν οι μέρες τα παλιά τα χρόνια στην Ιστάνμπουλ. Με θάματα και μύθους, με ιστορίες για μαγεμένα δέντρα κι αλυσίδες και δεν ήξερες που τελειώνει η αλήθεια και που αρχίζει το παραμύθι. Και τι δεν θα 'δινα να ζούσα σ' εκείνον τον καιρό..

Τούρμπο θα σε κάνει λέμε


Η εβδομάδα γουρουνιάσματος φτάνει στο τέλος της. Επιτέλους, καί για μένα - που έχω ένα φούσκωμα στο στομάχι άλλο πράμα, καί για σας - που λιμπίζεστε τα φαγητούλια και πιθανότατα με καταριέστε από τη ζήλια σας να στραβοκαταπιώ τη σούπα με τα εντόσθια για να πνιγώ ή να γλιστρήσω στο καϊμάκι και να σπάσω τα παΐδια μου. Για να δείτε όμως πόσο ανώτερος άνθρωπος είμαι, για το τέλος όπως σας είχα υποσχεθεί, σας φύλαξα ένα τούρμπο επιδόρπιο για να σας γλυκάνω, που τόσο σας τσιγκλώ: το Cezerye (τζεζέριε). Ένα γλύκισμα από καρότο (υπάρχει και βερσιόν με σύκα), που μοιάζει και στην όψη και στην υφή λιγάκι με λουκούμι. Συνήθως το βρίσκεις σε λεπτές λωρίδες ή στρογγυλά μπαλάκια καλυμμένα με τριμμένη ινδική καρύδα ή ξηρούς καρπούς. Αν και θα δείτε πόσο συνηθισμένα είναι τα απαιτούμενα υλικά και απλούστατη η διαδικασία παρασκευής, θέλει μαστοριά και γι' αυτό δεν το φτιάχνουν συνήθως οι νοικοκυρές στο σπίτι, αλλά το αγοράζουν από εξειδικευμένα γλυκατζίδικα, με πιο φημισμένα αυτά με ουστάδες από την πόλη της Μερσίνης που φημίζεται για το τζεζέριε.


Είχε πάρει να νυχτώνει για τα καλά προχτές, όταν ο guest σεφ του σπιτιού Ουμούτ - Top Chef του φτωχικού μας παραμένει η Σταυριανή - πετάχτηκε στο μπακάλικο του Ισμαήλ και επέστρεψε με μια σακουλάρα καρότα.  
- Τι θα τα κάνουμε τόσα πολλά βρε Μπαγκς Μπάνι;, τον ρώτησα με έκπληξη.  
- Όχι ρε π@#$%, ξέχασα να πάρω ινδοκάρυδο!, απάντησε κοφτά κι άρχισε να τρίβει με φούρια τα καρότα στο ρεντέ. Δε μέτρησα να δω πόσα ακριβώς ήταν, μάλλον 6-7. Μετά τα έβαλε σ' ένα κατσαρολάκι κι άρχισε να τα ζεματίζει μόνο με λίγο ελαιόλαδο, αφού θα έβγαζαν κι αυτά τα υγρά τους σιγά σιγά. Στο διπλανό μάτι, καβούρντισε αμύγδαλα (που έφερε η μαμά κι ο μπαμπάς από το εξοχικό της  Καβάλας) και κουκουνάρι σε βούτυρο.


Με το που το καρότο πήρε να βράζει και να ομογενοποιείται και οι ξηροί καρποί να ροδίζουν, τα ανέμειξε, όχι όμως πριν προσθέσει μπόλικη κανέλα στο καρότο. Κάποιοι βάζουν επίσης τζίτζερ ή κουρκουμά (ή αλλιώς κιτρινόριζα, που αν δεν κάνω λάθος είναι βασικό συστατικό του κάρι).


Κατόπιν, άρχισε να τα δουλεύει όλα μαζί με την ξύλινη κουτάλα και λίγο μετά ήταν που πρόσθεσε και μισή κούπα ζεστό νερό αρωματισμένο με γαρίφαλο, με λιωμένες μέσα του 6-7 κουταλιές της σούπας ζάχαρη και 2-3 σταγόνες χυμό λεμονιού. Έπρεπε να είστε εκεί, να σας σπάσει η μυρωδιά τη μύτη!


Σημειώνω, ότι τα υλικά, οι αναλογίες και η όλη διαδικασία παρασκευής που εφαρμόσθηκε, πιο πολύ πήγασε από τη δημιουργικότητα του Ουμούτ, παρά ακολουθήθηκε η πεπατημένη. Κι αυτό είναι που προσδίδει στο ούτως ή άλλως ιδιαίτερο γλυκό, ακόμα μεγαλύτερη γλύκα! Συνεχίζοντας δε τις παρατυπίες, το σερβίρισμα έγινε πριν το βάλουμε όπως έπρεπε στο ψυγείο για να κρυώσει ή ακόμα καλύτερα να περιμένουμε την επόμενη ημέρα.


Πώς σας φαίνεται από μόστρα; Η δε γεύση, τόσο μεστή και εθιστική συγχρόνως, που αν και κάπως βαρύ, δε σου κάνει καρδιά να σταματήσεις να τρως μέχρι να βελάξεις! Κι όσο για το πόσο τούρμπο είναι το γλυκό όπως σας τσαμπουνάω όλη την εβδομάδα, εεεεεεεκείνο το βράδυ πραγματικά έγινε χαμός! Μάρτυς μου ο Αλλάχ αν δε με πιστεύετε..

Κατόπιν απαιτήσεως αναγνωστών

Έχουν σπάσει τα τηλέφωνα στο κοντρόλ και κοντεύει να πάθει βραχυκύκλωμα το υπολογιστάκι από τα μεγαλίτρα σάλιου που έχουν τρέξει από τα στόματά σας, με την ανάρτηση για το Çiya Sofrası . Σήμερα, ο δρόμος με ξαναέφερε τυχαία στο Καντίκιοϊ της Ασιατικής πλευράς και μια στάση στο παραπάνω εστιατόριο τη θεώρησα αναγκαία μετά τον χαμό που προκλήθηκε, έστω και μόνο για γλυκάκι μιας και ήμουν φαγωμένος. Σας αφιερώνω την-τρώω-και-παθαίνω-ζάχαρο πιατέλα (ξεκινώντας από το κέντρο-κάτω και γυρίζοντας αριστερόστροφα) με ντοματάκι, καϊμάκι, ελιές, κουραμπιεδάκι γεμιστό με πάστα χουρμά, πάλι ντοματάκι, πάλι καϊμάκι, πάλι ελίτσες, κερεμπίτς.

 
 Εδώ χαρείτε ένα κλόουζ απ του χουρμαδοκουραμπιέ.
 

Κι όλα αυτά, καθώς το κακόψυχο τσάι ρίγανης παρακολουθεί με μίσος τα αγαθιάρικα σερμπέτια από σουμάκ και μαύρο μούρο, να ζουν τον έρωτά τους. Μου έκοψε το αίμα πάλι το ανώμαλο! Κοιτάξτε πως γυαλίζει το μάτι του.

το καλύτερο εστιατόριο της Πόλης;


Μετά το παστουρμαδοπρωινό και πριν από το τούρμπο επιδόρπιο, το μεσημεριανό της εβδομάδας ντερλικώματος, σας το κερνάω στο φημολογούμενο ως το καλύτερο εστιατόριο της Πόλης, το περίφημο Çiya Sofrası. Ιδιοκτήτης και αρχιμάγειρας του Çiya ο Musa Dağdeviren, που μαγειρεύει από τα μικράτα του, επηρεασμένος από την οικογένεια του και κυρίως την πλευρά της μητέρας του.  Επιμελείται επίσης και την έκδοση του περιοδικού Yemek ve Kültür (Φαγητό και Κουλτούρα  ή μήπως καλύτερα Πολιτισμός;), σωστή βίβλος γι' αυτούς που θέλουν να το ψάξουν λίγο παραπάνω. Και από τα δυο του πόστα ο σεφ δείχνει τη μαγκιά του, καθώς πέρα από μάγειρας, είναι και ερευνητής της κουζίνας της ευρύτερης περιοχής της νοτιοανατολικής Μεσογείου και αναβιώνει γεύσεις και μεθόδους μαγειρέματος που αγαπήθηκαν στην Ανατολία, τη Μεσοποταμία, τη Μέση Ανατολή, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, την Αρμενία, τη Συρία και αλλού.


Το παράδοξο είναι ότι αν και η φήμη του εστιατορίου έχει φτάσει στα πέρατα του κόσμου, στην ίδια την Πόλη δεν είναι και τόσο γνωστό. Για να μη μιλήσω δε, για τους Έλληνες επισκέπτες που  τις περισσότερες φορές αρκούνται σε κεμπαπτσίδικα-αλυσίδες της Ιστικλάλ, με  ορισμένους μάλιστα να αναζητούν την Πολίτικη Κουζίνα που "έμαθαν" μέσα από ένθετα του TV Ζάπινγκ. Βέβαια το Çiya έχει ακουστεί και στην Ελλάδα, π.χ. διαβάστε το άκρως πληροφοριακό άρθρο της Αγλαϊας Κρεμέζη στο protagon.gr, όπου μιλάει για το φίλο της τον Μουσά. Κάτι που μου αρέσει επίσης, είναι και η εντελώς απλή (τη λες και απλοϊκή) διακόσμηση του μαγαζιού, χωρίς τσιριτσάντζουλες ή στρογγυλές ροτόντες, με φάτσα φόρα στη βιτρίνα το μάγειρα, μπρος στις κατσαρόλες και τα ταψιά του.


Τελευταία φορά στο  Çiya βρέθηκα με τον Ρόμπερτ και τη Μακ Κένζι (ακούγεται σαν επώνυμο, αλλά πρόκειται για το "βαπτιστικό" της), δυο φίλους από τη Νέα Υόρκη, σημειώνοντας ότι αυτοί επέμειναν να πάμε, μιας και το ήξεραν πριν ακόμα φτάσουν στην Πόλη. Ξεκινήσαμε το γεύμα μας με σουπίτσες. Μια με γιαούρτι, μπαλίτσες ζυμαριού, αρνίσια εντόσθια, ρεβίθια και θυμάρι,

 

και μια με ερίστε (χωριάτικα ζυμαρικά), φακές, κρεμμύδι και ρίγανη.


Για να μας ανοίξει η όρεξη (χαχα, λέμε και καμιά σαχλαμάρα που και που για να περάσει η ώρα) μοιραστήκαμε τραγανά απ' έξω - τρυφερά μέσα, φαλάφελ με σως γιαουρτιού


και μια μερίδα ντονέρ κεμπάπ με πιλαφάκι, φερμένο από το διπλανό Çiya Kebap (υπάρχουν 3 αδερφάκια Çiya, το ένα απέναντι από το άλλο, όλα στη γειτονιά της ψαραγοράς του Καντίκιοϊ, 5 λεπτά από το λιμάνι), πολύ διαφορετικό από αυτό που προσφέρεται σε σουβλατζίδικα της σειράς:


Στην επιλογή των κυρίως, οι μάσκες έπεσαν. Ανοίξαμε τα χαρτιά μας και πρώτος ο Ρόμπερτ  λαχτάρησε να φάει ένα κλασικό κεμπάπ 


ενώ εγώ από επαγγελματική διαστροφή επέλεξα ένα πιο σοφιστικέ πιάτο, αρνάκι με πατατούλες, κάστανα & βερίκοκα, μια συνταγή ξεπατικωμένη από  ξεχασμένους Οθωμανικούς τσελεμεντέδες. Δυστυχώς για μας (αλλά και για σας) η Μακ Κένζι πήγε πάσο και χάσαμε την ευκαιρία να δοκιμάσουμε από το πιάτο της :(

 
Για γλυκό είπαμε να δοκιμάσουμε κάτι απλό, κάτι καθημερινό, όπως το kerebiç. Τι είναι αυτό θα μου πείτε. Ε, ούτε κι εγώ το ήξερα φυσικά! Είναι μεγάλοι κουραμπιέδες από αλεύρι και σιμιγδάλι με γέμιση φιστικιού από το Αντέπ. Συνοδεύονται πάντα με μια κολλώδη μους που λέγεται köpük helva (= αφρώδης χαλβάς), της οποίας βασικό συστατικό είναι το φυτό Radix Saponariae Albae ή Gypsophila Paniculata - για τους φίλους απλώς Γυψοφίλη ή Μωρουδένια Ανάσα, έχει πολύ παράξενη υφή, εθιστικά γλυκιά γεύση και βοηθάει λένε στην πέψη!


Τετριμμένα ήταν και τα γλυκά του κουταλιού: οι ελιές(!) και το πεπονο-λέμονο(!!!), ένα είδος ΤΕΡΑΣΤΙΟΥ λεμονιού, που εξαιτίας του μεγέθους του, τού βγήκε αυτό το όνομα (Ağaç kavunu). Δίπλα στο δίσκο με το γλυκό είχαν κι ένα φρέσκο φρούτο για να βλέπεις τι τρως και να αγριεύεσαι λιγάκι εδώ που τα λέμε, από το υπερφυσικό λεμόνι!


Για χωνευτικό, μας κέρασαν τσάι ρίγανης, από το οποίο ομολογώ ότι ρουφούσα κάθε γουλιά με το ζόρι, γιατί με χτυπούσε κατευθείαν σε κεφάλι και στομάχι, μέχρι που παραιτήθηκα επιτέλους από την επίπονη προσπάθεια να το παίζω γκουρμέ.


Πριν μας φέρουν το λογαριασμό, μας τράταραν ένα ζεστό γλυκό ρόφημα σε φλυτζανάκι του καφέ, που μετά από όλα τα παραπάνω που προηγήθηκαν δεν θυμάμαι καν τι ήταν, αλλά σίγουρα - όπως βλέπεται κι εσείς - η εικόνα του δεν το κολακεύει καθόλου. Φοβήθηκα λιγάκι ότι ήθελαν να μας καλοπιάσουν για τον φουσκωμένο λογαριασμό που θα σβούριζαν, αλλά τελικά μας βγήκε μόλις γύρω στις 30 λίρες το άτομο. Λογική αντιστοιχία ποιότητας / ποσότητας / τιμής - το λες και φτηνό βασικά.


Κάθε φορά το γεύμα στο Çiya αποτελεί αληθινή εμπειρία. Θα πω ψέματα αν υποστηρίξω ότι ξετρελαίνομαι με όλα του τα πιάτα ή ότι δεν έχω φάει π.χ. νοστιμότερες μπάμιες αλλού κτλ. Επίσης  όμως, θα πω οικτρό ψέμα αν πω ότι δεν ενθουσιάζομαι με τις ανακαλύψεις νέων - για μένα τουλάχιστον - συνταγών, με ιστορία πολλών πολλών αιώνων. Αφήστε πια, που με το που επιστρέφω στο σπίτι, το ρίχνω στο ψάξιμο και το διάβασμα . Από εγκυκλοπαίδειες βοτανολογίας, σε χάρτες της πάλαι ποτέ Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και μετά σε φόρουμ μαγειρικής. Τελειώνοντας, σας προειδοποιώ: Η γενικώς χρήσιμη συμβουλή, "να πηγαίνεις παρέα με Τούρκους για φαγητό για να σου εξηγούν και να σε καθοδηγούν στο τι να φας", ΔΕΝ πιάνει στο Çiya. Να είστε σίγουροι, ότι όπως και σε σας έτσι και σ' αυτούς, το μενού (δες εδώ τι θα μαγειρέψουν αύριο) θα μοιάζει γραμμένο στα Κινέζικα!

Μετά από πληθώρα σχολίων και μηνυμάτων σε μπλογκ, gmail και facebook...το δικαιούστε το κέρασμα!

παστουρμά δεν ήθελες; μακριά τώρα!


Αυτήν την εβδομάδα θα πέσει πολύ φαΐ στο Angelis and the Istanbul! Θα ξεκινήσουμε με Δευτεριάτικο βαρβάτο πρωινό, την Τετάρτη θα περάσουμε σε σπέσιαλ μεσημεριανό και θα καταλήξουμε την Παρασκευή με ένα τούρμπο επιδόρπιο - που και νεκρούς ανασταίνει:) Η αντίστροφη μέτρηση άρχισε...3, 2, 1...αρπάξτε τα πιρούνια σας μπουλουκάκια μου και καλώς να ορίσετε στο Lades 2! Ένα από τα ελάχιστα παραδοσιακά πρωινάδικα του Τάξιμ, όπου παρόλο που έχω φάει άπειρες φορές, έχω στείλει και καμιά 200αριά φίλους που μου ζήτησαν αυθεντικές καταστάσεις, δεν αξιώθηκα να γράψω για δαύτο μιαν ανάρτηση.


Η ειρωνεία είναι ότι την πρώτη φορά με πήγε με το ζόρι ο Τζεμ, γιατί εγώ ήθελα να φάω μπορέκι. Με το που με χτύπησαν όμως οι μυρουδιές από την ανοιχτή κουζίνα, οι αναστολές μου έλιωσαν σαν αγελαδινό βούτυρο σε καυτό τηγάνι! Από 'κείνην την ημέρα μέχρι και σήμερα πέρασαν από μπροστά μου τόσα πολλά ζευγάρια μάτια (-αυγά), που ούτε καν συνταξιούχος οφθαλμίατρος δεν έχει εξετάσει σε όλη του τη σταδιοδρομία!


Συνήθως, παρέα με καβουρμά, πιο αραιά με σουτζούκ, ενώ στη χάση και στη φέξη με εκδικητικό παστουρμά! Μην πάτε να μου τον υπερασπιστείτε τον κρεατένιο μπερμπάντη, είναι εκδικητικός πώς να το κάνουμε δηλαδή; Μια μπουκιά του μόνο φτάνει να σφραγίσει το κορμί σου για μέρες, μέχρις να βγει κι η τελευταία του σταγόνα μέσω των εκκρίσεων...απ' όπου (αλήθεια) μπορείς να φανταστείς. Δεν ξέρω κατά πόσο πρόκειται για μπαρούφα αλλά διάβασα κάπου, ότι η Σαπφώ τάιζε τις μαθήτριές της με ένα μείγμα μπαχαρικών και βοτάνων παρόμοιο με το τσιμένι που καλύπτει τον παστουρμά και ευθύνεται για τις επικίνδυνες επιπτώσεις του, για να γίνονται απωθητικές στους άντρες. Λέτε να είχε αποτέλεσμα;


Για να μη σας τρώει όμως το άγχος το γκομενικό, υπάρχει κι η ασφαλής  λύση της μενεμένης. Τη ζήτησα όσο πιο απλή γινόταν: αυγουλάκια - ντομάτα - πιπεριά. Βάλσαμο ήταν η καλή μου, συγκρινόμενη με το βρωμερό θηρίο που προηγήθηκε. Επίσης, όσο κι αν η σειρά που σας τα παρουσιάζω είναι ανορθόδοξη, δεν πρέπει να αποσιωπήσω την επίσκεψη στο τραπέζι μας, του θεϊκού καϊμακιού με μέλι


και του λευκού τυριού με τις μαύρες ελίτσες.


Αυτή τη φορά καθίσαμε, μετά από επιμονή ενός αγαπητού φίλου πλην αγύριστου κεφαλιού, στον πάνω όροφο κι όχι δίπλα στους δαμαστές των φωτιών, πάλι καλά που στο κατέβασμα τους τράβηξα μια φίνα φωτό. Ιδού οι αληθινοί πρωταγωνιστές του μαγαζιού.


ΥΓ1: Το Lades 2  θα το βρείτε στο Sadri Alisik Sokak, το οποίο βρίσκεται απέναντι από το τζαμί του Hüseyin Ağa επί της Ιστικλάλ, στα 500 μέτρα από την πλατεία Τάξιμ.
ΥΓ2: Ακριβώς απέναντι από το πρωινάδικο Lades Νο2 υπάρχει το ομώνυμο εστιατόριο με κανονική κουζίνα (μαγειρευτά, ψητά, της ώρας κτλ), εξού και η αρίθμηση.
ΥΓ3: Lades στα Τουρκικά σημαίνει "γιάντες", αυτό το διχαλωτό κόκκαλο από το στήθος του κοτόπουλου, που στα παλιά τα χρόνια που δεν υπήρχε το Nintendo Wii, χάριζε ολόκληρες  ώρες χαράς  και παιχνιδιού σε παιδιά και ενήλικες.

η Αλίκη στη χώρα του Χατζόπουλο


Κάθε φορά που μπαίνω στο Χατζόπουλο πασαζί, νομίζω ότι εισέρχομαι σ' έναν φανταστικό κόσμο. Για να μην διαταράξω το εύθραυστο αυτό οικοσύστημα, ακολουθώ προσεκτικά τα βήματα μιας φανταστικής χορογραφίας. Καταρχάς, κάνω μια ελαφριά υπόκλιση στην αύρα της στοάς και συνεχίζω με θερμή χαιρετούρα με τον Αποστόλη εκ Λαμίας στο Anastasia Bijuteri, κάνω αριστερή τρίπλα στην κυρία Κάτια τη Ρωμαίισα καπελού, υπερπηδώ τα νανό-σκαμπό-τραπεζάκια του Mustafa Amca Jean's Cafe (= Μπαρμπά Μουσταφάς Jean's καφέ!) κι αν βρω την καγκελόπορτα ξεκλείδωτη, πηδώ στον αυλόγυρο της Παναγιάς του Πέραν.


Πόσες και πόσες φορές δεν έκανα αυτό το πέρασμα, αλλά η ρουτίνα της επανάληψης ως γνωστόν σε υπνωτίζει, δε σ' αφήνει να βουτήξεις στο βυθό για να δεις τα πράματα καθαρά, σε κρατά σαν ένα τεράστιο φουσκωτό μπρατσάκι στην επιφάνεια. Τι καλά όμως να ανατρέπεται που και που αυτή η ρουφιάνα η ρουτίνα. Στην περίπτωση μου, ήταν η καούρα να βρω έναν ράφτη να μου σιάξει 2 πουκάμισα, που με ώθησε στην ανακάλυψη. Χωρίς να καταλάβω πώς, πέρασα σε άλλη διάσταση. Είστε έτοιμοι να μ' ακολουθήσετε; Ωραία! Το βλέπετε το μεσαίο παράθυρο του τρίτου ορόφου, αυτό που έχει κάτι κοκκινωπό απάνω; Άμπρα κατάμπρα, χόκους πόκους και......να 'μαστε από τη μέσα του πλευρά!


Σαν την Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων ε; Πάλι καλά που δεν χρειάστηκε να μπουσουλήσουμε σε χορταριασμένα λαγούμια, απλώς ανεβήκαμε τη στενή κι απότομη σκάλα. Όπως και στο παραμύθι, ξωτικά - ευτυχώς καλόκαρδα - πετύχαμε. Βλέπε τον κοντούλη λαγουδάκο με τα γένια και τα ματογυάλια που τσεκάρει τις κουβαρίστρες.


Ο ίδιος ο τερζής από την άλλη, με λίγη φαντασία φέρνει σε γερόλυκο μ' αυτήν τη γενειάδα της σοφίας και την πρησμένη του μουσούδα.

 

Το σίδερο παλιομοδίτικο τόσο, που σου κάνει εντύπωση ότι δουλεύει με ρεύμα κι όχι με κάρβουνο. Να δεις που μ' αυτό θα σιδερώνει η υπηρέτρια η αλεπού τα...


...φουστανάκια της Αλίκης.

η Φρίντα Καλο-Πέρα(σε)


Δεν μπορώ να το πιστέψω, πήγα επιτέλους και σε μια έκθεση εγκαίρως. Και να φανταστείτε πως δεν είχε πάρει ούτε καν παράταση, μιλάμε για αληθινή πρόοδο:) Το αρχικό πλάνο ήταν να κάνω κανά τσιγάρο έξω από το Μουσείο του Πέραν, όσο η Έλενα κι η Ελένη θαυμάζουν την έκθεση με έργα της Φρίντα Κάλο και του συζύγου της Nτιέγκο Ριβέρα. Τελικά δεν άντεξα στο κάλεσμα της Τέχνης ούτε και στην επιμονή των 2 έψιλον (συγνώμη Ο. που δεν περίμενα να πάμε μαζί).


Τα έργα του τρελοζεύγαρου θα συνεχίσουν να εκτίθενται στον 3ο όροφο του μουσείου μέχρι της 20 Μαρτίου, οπότε έχετε καιρό να κανονίσετε επίσκεψη. Βέβαια, μην φανταστείτε ότι μιλάμε για καμιά κατοσταριά πίνακες. Γύρω στους 40 είναι όλοι κι όλοι, αλλά μια καλή γεύση την παίρνεις. Εδώ βλέπουμε τη Φρίντα με 3 μαϊμούδες (+1 που κρύβεται στην μπανανιά) σε μια αυτοπροσωπογραφία της.


 Απέναντι, ένα έργο του Ντιέγκο με κοριτσάκι σε καρέκλα, άνευ μαϊμούδων.


Αγαπώ Φρίντα, όχι μόνο για το πινέλο της αλλά και για τα λίγα που ξέρω για την προσωπική ζωή και τις επιλογές της, αλλά έχω και μια ένσταση και πείτε με βλάχο κι απολίτιστο εσείς. Επιστρέφοντας σπίτι, κρατήθηκα με όλη μου τη δύναμη να μην πάρω το ξυράφι και κάνω το πρόσωπο γυαλί. Αμάν πια αυτοί οι καλλιτέχνες, να ζωγραφίζουν όμορφους πίνακες και να ομορφαίνουν τους τοίχους  ξέρουν, τα φρύδια και τα μουστάκια τους δεν τα βλέπουν, που 'χουν κάνει μπούκλα; Κι ας τα βρίσκει sexy σε μερικά πρόσωπα η Έλενα, που πρέπει να σας πω ότι είναι μια από τις πιο χάι Ελληνίδες make up artists!

οι παλιές λιγούρες πάνε στον Παράδεισο


Καλό είναι να ανακαλύπτεις καινούρια μέρη και γεύσεις, αλλά που και που δεν είν' κακό να ξαναφλερτάρεις με τις παλιές σου αγάπες. Ο Χουσεΐν συνεχίζει να σερβίρει τους α π ί θ α ν ο υ ς   κ ι ο φ τ έ δ ε ς του στο Κουραμπιέ Σοκάκ, όπως κάνει τα τελευταία 235 χρόνια (σ' ένα μήνα, μετακομίζει στο νέο χώρο του, ακριβώς απέναντι από το παλιό κατάστημα) και με αναγκάζει να χτυπώ το κεφάλι μου στον τοίχο, όταν πηγαίνω αργοπορημένος και τα γκαρσόνια μου γνέφουν ένα απαισιότατο: κιοφτές γιοκ!


Και τι έρχεται ταμάμ, "πάνω" από τα κρεατένια βομβίδια; Μα φυσικά μια ποικιλία σιροπιαστών στο Σακάρυα: τραγανός λουκουμάς, σάμπαλι (στην Ελλάδα το λέμε σάμαλι), τουλουμπάκι κρυμμένο κάτω απ' το καϊμάκι, κάτι που μοιάζει με μελομακάρονο αλλά δεν θυμάμαι το όνομα του (μπορεί να ήταν και φοινίκι), σεκέρ παρέ άλλου τύπου.


Όλοι έχουμε τα κολλήματα μας, πως να το κάνουμε δηλαδή;  Στην περίπτωση μου, κυριολεκτώ: είμαι κολλημένος με τα παραπάνω ευγενή λίπη και τα λιγωτικά σορόπια. Άμα βουλώσουν οι αρτηρίες μου, να μη με λυπηθείτε καθόλου .

έχω και διώροφο, πάμε μια βόλτα;


Με το τρελό καλαμπαλίκι (πολυκοσμία) της Πόλης οι δημόσιες μεταφορές αποτελούν ένα δύσκολο στοίχημα για την πολιτεία, το οποίο δείχνει να παλεύει αποτελεσματικά - τουλάχιστον στις περισσότερες περιπτώσεις. Τι τράμβαϊ, τι μετρό, τι καραβάκια, τι ντολμούς, καιρός ήταν να δούμε και διώροφα λεωφορεία. Λίγα είναι κόκκινα σαν του Λονδίνου, αλλά πέρα από το χρώμα, στην πράξη κάνουν την ίδια δουλειά. Να με συγχωρνάτε για τη φλου φωτό, αλλά είναι η μόνη ολόσωμη που πρόλαβα να τραβήξω.


Το εσωτερικό τους δε, μοιάζει με ενός κανονικού λεωφορείου,


με το ψιλοσκιαχτικό αίσθημα που σου δίνει πάντοτε ο 2ος όροφος, ότι του λείπει κάτι πολύ βασικό: ο ΟΔΗΓΟΣ!


Η θέα από ψηλά είναι ένα από τα χάι λάιτς, όποτε επιβιβάζομαι στα νταρντάνικα λεωφορεία, τα οποία κάνουν συνήθως όχι κοντινά δρομολόγια, αλλά μόνο μακρινά και κυρίως αυτά μεταξύ Ευρωπαϊκής και Ασιατικής πλευράς, περνώντας πάνω από τις 2 γέφυρες του Βοσπόρου.


Βέβαια, υπάρχει πάντοτε ο κίνδυνος να κουτρουβαλήσεις στις σκάλες καθώς τρέχεις να προλάβεις τη σωστή στάση..όπως συνέβη στον γράφοντα.

Related Posts with Thumbnails